- Πεισιστράτω
- Πεισίστρατοςmasc nom/voc/acc dualΠεισίστρατοςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πεισιστράτῳ — Πεισίστρατος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πεισιστράτωι — Πεισιστράτῳ , Πεισίστρατος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπανίστημι — Α 1. κάνω κάποιον να εξεγερθεί εναντίον άλλου 2.(συν. το παθ.) συνεπανίσταμαι εξεγείρομαι, επαναστατώ από κοινού με άλλον («συνεπαναστάντες δὲ οὗτοι ἅμα Πεισιστράτῳ ἔσχον τὴν ἀκρόπολιν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπανίστημι «εξεγείρω,… … Dictionary of Greek